Δείτε επίσης: ὑδατώδης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδατώδης η υδατώδης το υδατώδες
      γενική του υδατώδους της υδατώδους του υδατώδους
    αιτιατική τον υδατώδη την υδατώδη το υδατώδες
     κλητική υδατώδη(ς) υδατώδης υδατώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδατώδεις οι υδατώδεις τα υδατώδη
      γενική των υδατωδών των υδατωδών των υδατωδών
    αιτιατική τους υδατώδεις τις υδατώδεις τα υδατώδη
     κλητική υδατώδεις υδατώδεις υδατώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδατώδης < αρχαία ελληνική ὑδατώδης

  Επίθετο επεξεργασία

υδατώδης, -ης, -ες

  1. που μοιάζει με νερό
     συνώνυμα: υδρώδης, υδατοειδής
  2. που περιέχει πολύ νερό
     συνώνυμα: νερουλός, υδαρής, υδατοειδής
  3. που έχει αναμειχθεί με νερό
     συνώνυμα: νερωμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία