ἠπεδανός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἠπεδανός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἠπεδανός, -ή, -όν
- αδύνατος, ευάλωτος, ασθενικός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 104 (στίχοι 102-104)
- «ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, | σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει, | ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι.
- «Ω γέρε, τώρα μαχηταί στενοχωρούν σε νέοι, | σ᾽ ήβρε το γήρας το κακό και η δύναμίς σου εκόπη, | αδύναμον θεράποντα και αργούς τους ίππους έχεις·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- «ὦ γέρον, ἦ μάλα δή σε νέοι τείρουσι μαχηταί, | σὴ δὲ βίη λέλυται, χαλεπὸν δέ σε γῆρας ὀπάζει, | ἠπεδανὸς δέ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.1.29, p. 881 @scaife.perseus
- ἠπεδαναὶ πέμφιγες ἐπιτρύζουσι θανόντα.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 8 (Θ. Θεῶν ἀγορά. Κόλος μάχη.), στίχ. 104 (στίχοι 102-104)
- (για τον Ήφαιστο) ο μη αρτιμελής
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 311 (στίχοι 310-312)
- αὐτὰρ ἐγώ γε | ἠπεδανὸς γενόμην· ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος, | ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.
- ενώ εγώ | γεννήθηκα σακάτης· όχι από φταίξιμο άλλου κανενός, | μόνο των δυο γονιών μου, που καλύτερα να μ᾽ άφηναν αγέννητο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὰρ ἐγώ γε | ἠπεδανὸς γενόμην· ἀτὰρ οὔ τί μοι αἴτιος ἄλλος, | ἀλλὰ τοκῆε δύω, τὼ μὴ γείνασθαι ὄφελλον.
- ≠ αντώνυμα: ἀρτίπους, ἀρτίπος
- ≈ συνώνυμα: χωλός
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 311 (στίχοι 310-312)
- (+ γενική) αυτός που στερείται από κάτι, στερημένος από κάτι
- αυτός που προκαλεί αδυναμία, εξασθένηση
- (για παιδί) αδύναμος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.27,@scaife.perseus
- Ἧσιν ἐν γαστρὶ ἐχούσῃσι περὶ τὸν ἕβδομον ἢ ὄγδοον μῆνα ἐξαπίνης τὸ πλήρωμα τῶν μαζῶν καὶ τῆς γαστρὸς ξυμπίπτει, καὶ οἱ μαζοὶ ξυνισχναίνονται, καὶ τὸ γάλα οὐ φαίνεται, φάναι τὸ παιδίον ἢ τεθνηκὸς εἶναι ἢ ζώειν τε καὶ εἶναι ἠπεδανόν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.27,@scaife.perseus
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἠπεδανὸν πῡρ: χαμηλός πυρετός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.4, p. 26 @scaife.perseus
- καὶ πῦρ λήψεταί μιν μάλιστα τὰς ἡμέρας ἐν ᾗσι καθαίρεσθαι μεμαθήκει, ἠπεδανόν· εἰκὸς δέ ἐστι καὶ ἐν τῷ μεσηγὺ χρόνῳ πυρεταίνειν καὶ φρίσσειν καὶ καρδιώσσειν καὶ ἀνάγειν ἐπὶ τὸ πλῆθος ἀνὰ πᾶσαν ἡμέρην·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα, (De muliebribus), 1.4, p. 26 @scaife.perseus
- ἠπεδανός ὕπνος: ελαφρύς ύπνος
Πηγές
επεξεργασία- ἠπεδανός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἠπεδανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.