φρουρούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφρουρούμενος < παθητική μετοχή ενεστώτα του φρουρούμαι
Μετοχή
επεξεργασίαφρουρούμενος, -η, -ο
- εκείνος που φρουρείται, φυλάσσεται για να μην αποδράσει
- ο φρουρούμενος υπόδικος/κατηγορούμενος
- εκείνος που φρουρείται για την προστασία του
- φρουρούμενος χώρος, πιθανός στόχος επίθεσης, φρουρούμενη τράπεζα, επιχείρηση, φρουρούμενο οίκημα, φρουρούμενα σύνορα