↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φρουρούμενος η φρουρούμενη το φρουρούμενο
      γενική του φρουρούμενου της φρουρούμενης του φρουρούμενου
    αιτιατική τον φρουρούμενο τη φρουρούμενη το φρουρούμενο
     κλητική φρουρούμενε φρουρούμενη φρουρούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φρουρούμενοι οι φρουρούμενες τα φρουρούμενα
      γενική των φρουρούμενων των φρουρούμενων των φρουρούμενων
    αιτιατική τους φρουρούμενους τις φρουρούμενες τα φρουρούμενα
     κλητική φρουρούμενοι φρουρούμενες φρουρούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία

φρουρούμενος < παθητική μετοχή ενεστώτα του φρουρούμαι

φρουρούμενος, -η, -ο

  1. εκείνος που φρουρείται, φυλάσσεται για να μην αποδράσει
    ο φρουρούμενος υπόδικος/κατηγορούμενος
  2. εκείνος που φρουρείται για την προστασία του
    φρουρούμενος χώρος, πιθανός στόχος επίθεσης, φρουρούμενη τράπεζα, επιχείρηση, φρουρούμενο οίκημα, φρουρούμενα σύνορα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία