guarded
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαguarded (en)
- φυλασσόμενος, φρουρούμενος, επιτηρούμενος για να μην το σκάσει, να μην αποδράσει, που κάποιος τον προσέχει
- συγκρατημένος, επιφυλακτικός, που προσέχει τα λόγια του
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαguarded (en)