Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιφρουρημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
περιφρουρημέν
ος
η
περιφρουρημέν
η
το
περιφρουρημέν
ο
γενική
του
περιφρουρημέν
ου
της
περιφρουρημέν
ης
του
περιφρουρημέν
ου
αιτιατική
τον
περιφρουρημέν
ο
την
περιφρουρημέν
η
το
περιφρουρημέν
ο
κλητική
περιφρουρημέν
ε
περιφρουρημέν
η
περιφρουρημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
περιφρουρημέν
οι
οι
περιφρουρημέν
ες
τα
περιφρουρημέν
α
γενική
των
περιφρουρημέν
ων
των
περιφρουρημέν
ων
των
περιφρουρημέν
ων
αιτιατική
τους
περιφρουρημέν
ους
τις
περιφρουρημέν
ες
τα
περιφρουρημέν
α
κλητική
περιφρουρημέν
οι
περιφρουρημέν
ες
περιφρουρημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
περιφρουρημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
περιφρουρώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
απεριφρούρητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιφρουρημένος