περιφρουρώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιφρουρώ < αρχαία ελληνική περιφρουρέω / περιφρουρῶ < φρουρέω / φρουρῶ < φρουρός
Ρήμα
επεξεργασίαπεριφρουρώ (παθητική φωνή: περιφρουρούμαι)
- φρουρώ ένα κτήριο, μέρος κ.λπ. προφυλάσσοντάς το
- (κατ’ επέκταση) προφυλάσσω από απειλή ή ενέργεια
Συγγενικά
επεξεργασία- απεριφρούρητος
- περιφρουρημένος
- περιφρούρηση
- περιφρουρήσιμος
- → δείτε τις λέξεις περί, φρουρώ και φρουρός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιφρουρώ | περιφρουρούσα | θα περιφρουρώ | να περιφρουρώ | περιφρουρώντας | |
β' ενικ. | περιφρουρείς | περιφρουρούσες | θα περιφρουρείς | να περιφρουρείς | (περιφρούρει) | |
γ' ενικ. | περιφρουρεί | περιφρουρούσε | θα περιφρουρεί | να περιφρουρεί | ||
α' πληθ. | περιφρουρούμε | περιφρουρούσαμε | θα περιφρουρούμε | να περιφρουρούμε | ||
β' πληθ. | περιφρουρείτε | περιφρουρούσατε | θα περιφρουρείτε | να περιφρουρείτε | περιφρουρείτε | |
γ' πληθ. | περιφρουρούν(ε) | περιφρουρούσαν(ε) | θα περιφρουρούν(ε) | να περιφρουρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιφρούρησα | θα περιφρουρήσω | να περιφρουρήσω | περιφρουρήσει | ||
β' ενικ. | περιφρούρησες | θα περιφρουρήσεις | να περιφρουρήσεις | περιφρούρησε | ||
γ' ενικ. | περιφρούρησε | θα περιφρουρήσει | να περιφρουρήσει | |||
α' πληθ. | περιφρουρήσαμε | θα περιφρουρήσουμε | να περιφρουρήσουμε | |||
β' πληθ. | περιφρουρήσατε | θα περιφρουρήσετε | να περιφρουρήσετε | περιφρουρήστε | ||
γ' πληθ. | περιφρούρησαν περιφρουρήσαν(ε) |
θα περιφρουρήσουν(ε) | να περιφρουρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιφρουρήσει | είχα περιφρουρήσει | θα έχω περιφρουρήσει | να έχω περιφρουρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιφρουρήσει | είχες περιφρουρήσει | θα έχεις περιφρουρήσει | να έχεις περιφρουρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιφρουρήσει | είχε περιφρουρήσει | θα έχει περιφρουρήσει | να έχει περιφρουρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιφρουρήσει | είχαμε περιφρουρήσει | θα έχουμε περιφρουρήσει | να έχουμε περιφρουρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιφρουρήσει | είχατε περιφρουρήσει | θα έχετε περιφρουρήσει | να έχετε περιφρουρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιφρουρήσει | είχαν περιφρουρήσει | θα έχουν περιφρουρήσει | να έχουν περιφρουρήσει |
|