Ετυμολογία

επεξεργασία
περιφρουρώ < αρχαία ελληνική περιφρουρέω / περιφρουρῶ < φρουρέω / φρουρῶ < φρουρός

περιφρουρώ (παθητική φωνή: περιφρουρούμαι)

  1. φρουρώ ένα κτήριο, μέρος κ.λπ. προφυλάσσοντάς το
  2. (κατ’ επέκταση) προφυλάσσω από απειλή ή ενέργεια

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία