περιφρουρούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπεριφρουρούμαι
- παθητική φωνή του ρήματος περιφρουρώ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιφρουρούμαι | περιφρουρούμουν | θα περιφρουρούμαι | να περιφρουρούμαι | ||
β' ενικ. | περιφρουρείσαι | περιφρουρούσουν | θα περιφρουρείσαι | να περιφρουρείσαι | ||
γ' ενικ. | περιφρουρείται | περιφρουρούνταν | θα περιφρουρείται | να περιφρουρείται | ||
α' πληθ. | περιφρουρούμαστε | περιφρουρούμασταν περιφρουρούμαστε |
θα περιφρουρούμαστε | να περιφρουρούμαστε | ||
β' πληθ. | περιφρουρείστε | περιφρουρούσασταν περιφρουρούσαστε |
θα περιφρουρείστε | να περιφρουρείστε | περιφρουρείστε | |
γ' πληθ. | περιφρουρούνται | περιφρουρούνταν | θα περιφρουρούνται | να περιφρουρούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιφρουρήθηκα | θα περιφρουρηθώ | να περιφρουρηθώ | περιφρουρηθεί | ||
β' ενικ. | περιφρουρήθηκες | θα περιφρουρηθείς | να περιφρουρηθείς | περιφρουρήσου | ||
γ' ενικ. | περιφρουρήθηκε | θα περιφρουρηθεί | να περιφρουρηθεί | |||
α' πληθ. | περιφρουρηθήκαμε | θα περιφρουρηθούμε | να περιφρουρηθούμε | |||
β' πληθ. | περιφρουρηθήκατε | θα περιφρουρηθείτε | να περιφρουρηθείτε | περιφρουρηθείτε | ||
γ' πληθ. | περιφρουρήθηκαν περιφρουρηθήκαν(ε) |
θα περιφρουρηθούν(ε) | να περιφρουρηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω περιφρουρηθεί | είχα περιφρουρηθεί | θα έχω περιφρουρηθεί | να έχω περιφρουρηθεί | περιφρουρημένος | |
β' ενικ. | έχεις περιφρουρηθεί | είχες περιφρουρηθεί | θα έχεις περιφρουρηθεί | να έχεις περιφρουρηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει περιφρουρηθεί | είχε περιφρουρηθεί | θα έχει περιφρουρηθεί | να έχει περιφρουρηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε περιφρουρηθεί | είχαμε περιφρουρηθεί | θα έχουμε περιφρουρηθεί | να έχουμε περιφρουρηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε περιφρουρηθεί | είχατε περιφρουρηθεί | θα έχετε περιφρουρηθεί | να έχετε περιφρουρηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν περιφρουρηθεί | είχαν περιφρουρηθεί | θα έχουν περιφρουρηθεί | να έχουν περιφρουρηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιφρουρούμαι
|