περιφρουρήσιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιφρουρήσιμος < περιφρουρώ + -ιμος
Επίθετο επεξεργασία
περιφρουρήσιμος, -η, -ο
- που είναι δυνατόν να περιφρουρηθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιφρουρήσιμος
|
Πηγές επεξεργασία
- περιφρουρήσιμος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)