περιφρουρημένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαπεριφρουρημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του περιφρουρημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του περιφρουρημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του περιφρουρημένος