Ετυμολογία

επεξεργασία
φρουρούμαι < παθητική φωνή του φρουρώ

φρουρούμαι (δύσχρηστο στους άλλους χρόνους)

  1. (για τοποθεσία ή πρόσωπο) με φρουρούν, με φυλάσσουν φρουροί από πιθανές επιθέσεις
  2. (για φυλακισμένο) με παρακολουθούν προσεκτικά, για να μη δραπετεύσω

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία