φιλάρχαιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλάρχαιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλάρχαιος [1] < αρχαία ελληνική φιλ- + ἀρχαῖος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fiˈlaɾ.çe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λάρ‐χαι‐ος
Επίθετο επεξεργασία
φιλάρχαιος, -η, -ο
- (σπάνιο, λόγιο) που του αρέσουν τα αρχαία, που αγαπά την αρχαιότητα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλάρχαιος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλάρχαιος < αρχαία ελληνική φιλ- + ἀρχαῖος
Επίθετο επεξεργασία
φιλάρχαιος, -ος, -ον
Πηγές επεξεργασία
- φιλάρχαιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.