πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσοπάνης οι τσοπάνηδες
& τσοπαναραίοι
      γενική του τσοπάνη των τσοπάνηδων
& τσοπαναραίων
    αιτιατική τον τσοπάνη τους τσοπάνηδες
& τσοπαναραίους
     κλητική τσοπάνη τσοπάνηδες
& τσοπαναραίοι
Κατηγορία όπως «τσοπάνης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσοπάνης αρσενικό (θηλυκό τσοπάνισσα δείτε και τσομπάνα)

  1. (επάγγελμα) εκείνος που βόσκει ή / και φυλάει ένα κοπάδι απο γίδια και πρόβατα.
  2. (μειωτικό, ιδίως στον τύπο τσοπαναραίοι) αγροίκος, άξεστος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία