Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσοπάνης οι τσοπάνηδες
& τσοπαναραίοι
      γενική του τσοπάνη των τσοπάνηδων
& τσοπαναραίων
    αιτιατική τον τσοπάνη τους τσοπάνηδες
& τσοπαναραίους
     κλητική τσοπάνη τσοπάνηδες
& τσοπαναραίοι
Κατηγορία όπως «τσοπάνης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσοπάνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوبان (τουρκική çoban, προφορά /t͡soˈban/) με αποηχηροποίηση [b] > [p] + -ης[1] < περσική چوپان (čupân) < μέση περσική 𐫢𐫇𐫁𐫀𐫗 (šubān)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡soˈpa.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσο‐πά‐νης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσοπάνης αρσενικό (θηλυκό τσοπάνισσα δείτε και τσομπάνα)

  1. (επάγγελμα) εκείνος που βόσκει ή / και φυλάει ένα κοπάδι απο γίδια και πρόβατα.
  2. (μειωτικό, ιδίως στον τύπο τσοπαναραίοι) αγροίκος, άξεστος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

επώνυμα:
→ δείτε και Ποιμενίδης

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία