τσοπάνισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσοπάνισσα | οι | τσοπάνισσες |
γενική | της | τσοπάνισσας | — | |
αιτιατική | την | τσοπάνισσα | τις | τσοπάνισσες |
κλητική | τσοπάνισσα | τσοπάνισσες | ||
Δε συνηθίζεται η γενική πληθυντικού σε -ών. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσοπάνισσα < τσοπάν(ης) ή τσοπάν(ος) + -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσοπάνισσα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσοπάνης
τσοπάνισσα
|