↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσομπάνισσα οι τσομπάνισσες
      γενική της τσομπάνισσας των τσομπανισσών
    αιτιατική την τσομπάνισσα τις τσομπάνισσες
     κλητική τσομπάνισσα τσομπάνισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τσομπάνισσα < τσομπάν(ης) ή τσομπάν(ος) + -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τσομπάνισσα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσοπάνης