τσομπάνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσομπάνος < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوبان (τουρκική çoban) + -ος, → δείτε τη λέξη τσοπάνης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡soˈba.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσο‐μπά‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσομπάνος αρσενικό (θηλυκό τσομπάνισσα)
- (επάγγελμα) άλλη μορφή του τσοπάνος
Άλλες μορφές επεξεργασία