Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσομπάνης οι τσομπάνηδες
& τσομπαναραίοι
      γενική του τσομπάνη των τσομπάνηδων
& τσομπαναραίων
    αιτιατική τον τσομπάνη τους τσομπάνηδες
& τσομπαναραίους
     κλητική τσομπάνη τσομπάνηδες
& τσομπαναραίοι
Κατηγορία όπως «τσοπάνης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσομπάνης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چوبان (τουρκική çoban) + -ης, → δείτε τη λέξη τσοπάνης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσομπάνης αρσενικό (θηλυκό τσομπάνισσα)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία