Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσομπανόσκυλο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τσομπανόσκυλ
ο
τα
τσομπανόσκυλ
α
γενική
του
τσομπανόσκυλ
ου
των
τσομπανόσκυλ
ων
αιτιατική
το
τσομπανόσκυλ
ο
τα
τσομπανόσκυλ
α
κλητική
τσομπανόσκυλ
ο
τσομπανόσκυλ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσομπανόσκυλο
<
τσομπάν(ος)
+
-ό-
+
σκυλ(ί)
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσομπανόσκυλο
ουδέτερο
άλλη μορφή
του
τσοπανόσκυλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσομπανόσκυλο
→
δείτε
τη λέξη
τσοπανόσκυλο