τσοπανόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσοπανόπουλο < τσοπάν(ης) / τσοπάν(ος) + -όπουλο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡so.paˈno.pu.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσο‐πα‐νό‐που‐λο
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσοπανόπουλο ουδέτερο
- (υποκοριστικό) νεαρός τσοπάνης (θηλυκό τσοπανοπούλα)
- γιος τσοπάνη (θηλυκό τσοπανοπούλα για την κόρη)
- (στον πληθυντικό) γιοί ή κόρες του τσοπάνη, τα παιδιά του τσοπάνη
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσοπανόπουλο
|
Πηγές
επεξεργασία- τσοπανόπουλο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας