Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσοπανόπουλο τα τσοπανόπουλα
      γενική του τσοπανόπουλου των τσοπανόπουλων
    αιτιατική το τσοπανόπουλο τα τσοπανόπουλα
     κλητική τσοπανόπουλο τσοπανόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσοπανόπουλο < τσοπάν(ης) / τσοπάν(ος) + -όπουλο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡so.paˈno.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσο‐πα‐νό‐που‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσοπανόπουλο ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) νεαρός τσοπάνης (θηλυκό τσοπανοπούλα)
  2. γιος τσοπάνη (θηλυκό τσοπανοπούλα για την κόρη)
  3. (στον πληθυντικό) γιοί ή κόρες του τσοπάνη, τα παιδιά του τσοπάνη

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία