↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρούφα οι τρούφες
      γενική της τρούφας των τρουφών
    αιτιατική την τρούφα τις τρούφες
     κλητική τρούφα τρούφες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρούφα < γαλλική truffe[1] [2] < παλαιά οξιτανική trufa < λατινική tuber
Το όνομα του γλυκίσματος προέρχεται από την ομοιότητα με τον μύκητα / μανιτάρι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtru.fa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρού‐φα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρούφα θηλυκό

  1. (βοτανική) οποιοσδήποτε από τους διάφορους βρώσιμους μύκητες / μανιτάρια, του γένους Tuber, που αναπτύσσεται σε εδάφη στη νότια Ευρώπη
  2. (γαστρονομία) είδος σοκολατένιου γλυκίσματος με μαλακή υφή, το οποίο παρασκευάζεται κυρίως από σοκολάτα και κρέμα γάλακτος και καλύπτεται με κακάο, τριμμένη σοκολάτα, ξηρούς καρπούς κ.ά.
    → δείτε τις λέξεις κοκ και μακαρόν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τρούφα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τρούφαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)