ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ὕδνον τὰ ὕδν
      γενική τοῦ ὕδνου τῶν ὕδνων
      δοτική τῷ ὕδν τοῖς ὕδνοις
    αιτιατική τὸ ὕδνον τὰ ὕδν
     κλητική ! ὕδνον ὕδν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὕδνω
γεν-δοτ τοῖν  ὕδνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ὕδνον (ελληνιστική κοινή) < προελληνική [1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ὕδνον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.