κοκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coque < λατινική coccum < αρχαία ελληνική κόκκος (αντιδάνειο)
- κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coke < αγγλική coke
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοκ ουδέτερο άκλιτο
- (γλυκό) είδος γλυκίσματος
- είδος στερεού καυσίμου που παράγεται από τον λιθάνθρακα κατόπιν ξηράς απόσταξης