Δείτε επίσης: κ.ο.κ., ΚΟΚ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ακατέργαστος οπτάνθρακας, κοκ
 
κοκ σε ψυγείο ζαχαροπλαστείου

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coque < λατινική coccum < αρχαία ελληνική κόκκος (αντιδάνειο)
  2. κοκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική coke < αγγλική coke

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (γλυκό) είδος γλυκίσματος
  2. είδος στερεού καυσίμου που παράγεται από τον λιθάνθρακα
     συνώνυμα: οπτάνθρακας

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία