οπτάνθρακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οπτάνθρακας < οπτός + άνθρακας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coke)
Ουσιαστικό επεξεργασία
οπτάνθρακας αρσενικό
- προϊόν λιθάνθρακα κατόπιν ξηράς απόσταξης
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
οπτάνθρακας
|