οπτάνθρακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οπτάνθρακας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀπτάνθραξ σε κείμενο του Αναστασίου Κ. Δαμβέργη (1857-1920)[1] από την αιτιατική ενικού «τόν ὀπτάνθρακα», (απόδοση για τη γαλλική coke < αγγλική coke). Μορφολογικά αναλύεται σε οπτ(ός) + άνθρακας < αρχαία ελληνική ἄνθραξ
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /oˈptan.θɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πτάν‐θρα‐κας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οπτάνθρακας αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οπτάνθρακας
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ σελ. 735, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία
- οπτάνθρακας - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Στην ετυμολογία σημειώνεται: μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη