κωκ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κωκ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του κοκ
- άλλη μορφή του κοκ (καύσιμο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
κωκ (καύσιμο) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωκ
|