Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tʁyf/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
truffe truffes

truffe (fr) θηλυκό

  1. η τρούφα
  2. η μύτη ενός σκύλου, μιας γάτας
  3. (οικείο) χαζός, ανόητος