τζιμάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιμάνι | τα | τζιμάνια |
γενική | του | τζιμανιού | των | τζιμανιών |
αιτιατική | το | τζιμάνι | τα | τζιμάνια |
κλητική | τζιμάνι | τζιμάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τζιμάνι < τζιμάλι / τζεμάλι < τουρκική cemal (ομορφιά, κάλλος) < αραβική جمال (jamāl, ομορφιά) < جمل (jamula, ομορφαίνω) < ρίζα ج م ل (j-m-l)
Σημειώσεις
επεξεργασία- Είχε προταθεί και < αγγλική g-man (government man), άνθρωπος της κυβέρνησης (=ειδικός πράκτορας του FBI)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατζιμάνι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) έξυπνος, ικανός και καταφερτζής άνθρωπος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τζιμάνι
|