Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαγκιόρος οι μαγκιόροι
      γενική του μαγκιόρου των μαγκιόρων
    αιτιατική τον μαγκιόρο τους μαγκιόρους
     κλητική μαγκιόρε μαγκιόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαγκιόρος
Κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη[1] ίσως από την ιταλική maggiore (μεγαλύτερος) με επίδραση του μάγκας < λατινική major. Αναφέρει επίσης[2] την πιθανότητα δανείου από την τουρκική mağrur (περήφανος, αλαζόνας).
Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια[3], άγνωστης ετυμολογίας

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /maŋˈɟo.ɾos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαγκιόρος αρσενικό, μαγκιόρα & μαγκιόρισσα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. μαγκιόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας