μαγκίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μαγκίτης | οι | μαγκίτες |
γενική | του | μαγκίτη | των | μαγκιτών |
αιτιατική | τον | μαγκίτη | τους | μαγκίτες |
κλητική | μαγκίτη | μαγκίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαγκίτης αρσενικό
- (αργκό) εμφατικά, ο μάγκας
- ※ γειά σου μαγκίτη μου Ανέστο! (ένθετη προσφώνηση στον ερμηνευτή, στο ρεμπέτικο τραγούδι «Ο πόνος του πρεζάκια» [1936] του Ανέστου Δελιά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαγκίτης
|