μαγκιόρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαγκιόρα | οι | μαγκιόρες |
γενική | της | μαγκιόρας | — | |
αιτιατική | τη | μαγκιόρα | τις | μαγκιόρες |
κλητική | μαγκιόρα | μαγκιόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαγκιόρα < θηλυκό του μαγκιόρος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαγκιόρα θηλυκό (αρσενικό μαγκιόρος)
- γυναίκα ικανή και δυναμική
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μαγκιόρος
μαγκιόρα
|