↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαγκιόρα οι μαγκιόρες
      γενική της μαγκιόρας
    αιτιατική τη μαγκιόρα τις μαγκιόρες
     κλητική μαγκιόρα μαγκιόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαγκιόρα < θηλυκό του μαγκιόρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /maŋˈɟo.ɾa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαγκιόρα θηλυκό (αρσενικό μαγκιόρος)

  • γυναίκα ικανή και δυναμική

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μαγκιόρος