τζιμάλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τζιμάλι | τα | τζιμάλια |
γενική | του | τζιμαλιού | των | τζιμαλιών |
αιτιατική | το | τζιμάλι | τα | τζιμάλια |
κλητική | τζιμάλι | τζιμάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τζιμάλι < → δείτε τη λέξη τζεμάλι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζιμάλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του τζιμάνι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζιμάλι
|