Δείτε επίσης: ρεμίζα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεμέτζο τα ρεμέτζα
      γενική του ρεμέτζου των ρεμέτζων
    αιτιατική το ρεμέτζο τα ρεμέτζα
     κλητική ρεμέτζο ρεμέτζα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεμέτζο < (άμεσο δάνειο) ιταλική remeggio < λατινική remigium < remigo < remus (κουπί) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁reh₁- (κωπηλατώ) + -igo (< πρωτοϊταλική *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵeti < *h₂eǵ-: ἄγω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈme.d͡zo/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεμέτζο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος) μόνιμο αγκυροβόλιο σκάφους
  2. (ναυτικός όρος) δέσιμο / άραγμα πλοίου
  3. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) χοντρό καραβόσκοινο που χρησιμοποιείται είτε σε ρυμούλκηση είτε σε προσόρμιση για ασφαλή πρόσδεση σκάφους σε παρατεταμένη χρονικά παραμονή ή άραγμα
  4. (ναυτικός όρος) το ρυμούλκιο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία