ρεμίζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρεμίζα | οι | ρεμίζες |
γενική | της | ρεμίζας | των | ρεμιζών |
αιτιατική | τη | ρεμίζα | τις | ρεμίζες |
κλητική | ρεμίζα | ρεμίζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρεμίζα (1-3) < (άμεσο δάνειο) γαλλική remise < remettre < λατινική remittere, απαρέμφατο ενστώτα του ρήματος remitto < re- + mitto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meyth- / *mith- (=ανταλλάσσω, μετακινώ)
- ρεμίζα (4) < (άμεσο δάνειο) αγγλική Remiz
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρεμίζα θηλυκό
- ανάπαυση, ύπνος
- πάρκιν
- επιστολή διαβίβασης συνοδευτικών φορτωτικών εγγράφων και οδηγιών
- και ρεμίζ
- (πτηνό) το πτηνό υφάντρα (Οικογένεια: Ρεμιζίδες / Remizidae, Γένος: Remiz)
- και ρεμίζ