ρεμιτζάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρεμιτζάρισμα < ρεμιτζάρ(ω) + -ισμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɾe.miˈtza.ɾi.zma/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρεμιτζάρισμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρεμιτζάρισμα
|