πρωτοπρεσβύτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρωτοπρεσβύτερος | οι | πρωτοπρεσβύτεροι |
γενική | του | πρωτοπρεσβύτερου & πρωτοπρεσβυτέρου |
των | πρωτοπρεσβύτερων & πρωτοπρεσβυτέρων |
αιτιατική | τον | πρωτοπρεσβύτερο | τους | πρωτοπρεσβύτερους & πρωτοπρεσβυτέρους |
κλητική | πρωτοπρεσβύτερε | πρωτοπρεσβύτεροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτοπρεσβύτερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοπρεσβύτερος < πρωτο- + πρεσβύτερος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.to.pɾeˈzvi.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐πρε‐σβύ‐τε‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοπρεσβύτερος αρσενικό
- (αξίωμα, εκκλησιαστικός όρος) τίτλος (οφίκιο) που απονέμεται σε έγγαμο κληρικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πρωτοπρεσβύτερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτοπρεσβύτερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πρωτοπρεσβύτερος | οἱ | πρωτοπρεσβύτεροι | ||||
γενική | τοῦ | πρωτοπρεσβυτέρου | τῶν | πρωτοπρεσβυτέρων | ||||
δοτική | τῷ | πρωτοπρεσβυτέρῳ | τοῖς | πρωτοπρεσβυτέροις | ||||
αιτιατική | τὸν | πρωτοπρεσβύτερον | τοὺς | πρωτοπρεσβυτέρους | ||||
κλητική ὦ! | πρωτοπρεσβύτερε | πρωτοπρεσβύτεροι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτοπρεσβυτέρω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | πρωτοπρεσβυτέροιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτοπρεσβύτερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρωτο- + πρεσβύτερος (μεγαλύτερος σε ηλικία) < πρεσβύτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρωτοπρεσβύτερος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (εκκλησιαστικός όρος, αξίωμα) εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν από τον επίσκοπο στον αρχαιότερο πρεσβύτερο κατά τα πρεσβεία αρχιεροσύνης
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας Σωκράτης ο Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6.9 @scaife.perseus
- Πέτρος τις πρωτοπρεσβύτερος ἦν τῆς ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐκκλησίας: πρὸς τοῦτον ἀπεχθῶς ἐσχηκὼς ὁ Θεόφιλος τῆς ἐκκλησίας αὐτὸν ἐκβαλεῖν ἐπενόησε.
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας Σωκράτης ο Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, 6.9 @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- πρωτοπρεσβύτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.