Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοπρεσβύτερος οι πρωτοπρεσβύτεροι
      γενική του πρωτοπρεσβύτερου
πρωτοπρεσβυτέρου
των πρωτοπρεσβύτερων
πρωτοπρεσβυτέρων
    αιτιατική τον πρωτοπρεσβύτερο τους πρωτοπρεσβύτερους
πρωτοπρεσβυτέρους
     κλητική πρωτοπρεσβύτερε πρωτοπρεσβύτεροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοπρεσβύτερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοπρεσβύτερος < πρωτο- + πρεσβύτερος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.to.pɾeˈzvi.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐το‐πρε‐σβύ‐τε‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοπρεσβύτερος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρωτοπρεσβύτερος οἱ πρωτοπρεσβύτεροι
      γενική τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου τῶν πρωτοπρεσβυτέρων
      δοτική τῷ πρωτοπρεσβυτέρ τοῖς πρωτοπρεσβυτέροις
    αιτιατική τὸν πρωτοπρεσβύτερον τοὺς πρωτοπρεσβυτέρους
     κλητική ! πρωτοπρεσβύτερε πρωτοπρεσβύτεροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρωτοπρεσβυτέρω
γεν-δοτ τοῖν  πρωτοπρεσβυτέροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτοπρεσβύτερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πρωτο- + πρεσβύτερος (μεγαλύτερος σε ηλικία) < πρεσβύτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτοπρεσβύτερος, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία