πρωτοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πρωτοπαθής | η | πρωτοπαθής | το | πρωτοπαθές |
γενική | του | πρωτοπαθούς* | της | πρωτοπαθούς | του | πρωτοπαθούς |
αιτιατική | τον | πρωτοπαθή | την | πρωτοπαθή | το | πρωτοπαθές |
κλητική | πρωτοπαθή(ς) | πρωτοπαθής | πρωτοπαθές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πρωτοπαθείς | οι | πρωτοπαθείς | τα | πρωτοπαθή |
γενική | των | πρωτοπαθών | των | πρωτοπαθών | των | πρωτοπαθών |
αιτιατική | τους | πρωτοπαθείς | τις | πρωτοπαθείς | τα | πρωτοπαθή |
κλητική | πρωτοπαθείς | πρωτοπαθείς | πρωτοπαθή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρωτοπαθής < πρωτο- + -παθής, (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική πρωτοπαθής[1][2]
Επίθετο
επεξεργασίαπρωτοπαθής, -ής, -ές
- (ιατρική) που εμφανίζεται σε πρώτη φάση, που δεν αποτελεί σύμπτωμα ή συνέχεια προηγούμενης ασθένειας
Συγγενικά
επεξεργασία- πρωτοπάθεια
- πρωτοπαθώς
- → και δείτε τις λέξεις πρώτος, παθαίνω, πάθος και πάσχω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πρωτοπαθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ πρωτοπαθής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- πρωτοπαθής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)