↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δευτεροπαθής η δευτεροπαθής το δευτεροπαθές
      γενική του δευτεροπαθούς* της δευτεροπαθούς του δευτεροπαθούς
    αιτιατική τον δευτεροπαθή τη δευτεροπαθή το δευτεροπαθές
     κλητική δευτεροπαθή(ς) δευτεροπαθής δευτεροπαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δευτεροπαθείς οι δευτεροπαθείς τα δευτεροπαθή
      γενική των δευτεροπαθών των δευτεροπαθών των δευτεροπαθών
    αιτιατική τους δευτεροπαθείς τις δευτεροπαθείς τα δευτεροπαθή
     κλητική δευτεροπαθείς δευτεροπαθείς δευτεροπαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δευτεροπαθής < δεύτερος + -παθής ( < αοριστικό θέμα παθ- του ρήματος πάσχω)

  Επίθετο

επεξεργασία

δευτεροπαθής, -ής, -ές

  1. (ιατρική) (για ασθένεια) που είναι αποτέλεσμα μιας άλλης ασθένειας
    Πολλές είναι οι αιτίες δευτεροπαθούς υπέρτασης, εκ των οποίων οι τρεις συχνότερες είναι η στένωση της νεφρικής αρτηρίας, το φαιοχρωμοκύτωμα και ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός. (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 11 Μαρτίου 2008)

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία