ιδιοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδιοπαθής: πιθανόν από την ελληνιστική κοινή
Επίθετο
επεξεργασίαιδιοπαθής, -ής, -ές
- (ιατρική) χαρακτηρισμός για ασθένεια που δεν έχει γνωστά παθολογικά αίτια
- ο ασθενής πάσχει από ιδιοπαθή υπέρταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδιοπαθής
|