προβλητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προβλητικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
προβλητικός, -ή, -ό
- (κυριολεκτικά, ψυχολογία) συνώνυμο του προβολικός (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προβλητικός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προβλητικός < αρχαία ελληνική προβάλλω, θέμα προβλη- + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + βλητικός (ζώο που χτυπάει)
Επίθετο επεξεργασία
προβλητικός, -ή, -όν
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις προβάλλω και βάλλω
Πηγές επεξεργασία
- προβλητικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.