Δείτε επίσης: προσβλητικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προβλητικός η προβλητική το προβλητικό
      γενική του προβλητικού της προβλητικής του προβλητικού
    αιτιατική τον προβλητικό την προβλητική το προβλητικό
     κλητική προβλητικέ προβλητική προβλητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προβλητικοί οι προβλητικές τα προβλητικά
      γενική των προβλητικών των προβλητικών των προβλητικών
    αιτιατική τους προβλητικούς τις προβλητικές τα προβλητικά
     κλητική προβλητικοί προβλητικές προβλητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβλητικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προβλητικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

προβλητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική προβλητικός προβλητική τὸ προβλητικόν
      γενική τοῦ προβλητικοῦ τῆς προβλητικῆς τοῦ προβλητικοῦ
      δοτική τῷ προβλητικ τῇ προβλητικ τῷ προβλητικ
    αιτιατική τὸν προβλητικόν τὴν προβλητικήν τὸ προβλητικόν
     κλητική ! προβλητικέ προβλητική προβλητικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ προβλητικοί αἱ προβλητικαί τὰ προβλητικᾰ́
      γενική τῶν προβλητικῶν τῶν προβλητικῶν τῶν προβλητικῶν
      δοτική τοῖς προβλητικοῖς ταῖς προβλητικαῖς τοῖς προβλητικοῖς
    αιτιατική τοὺς προβλητικούς τὰς προβλητικᾱ́ς τὰ προβλητικᾰ́
     κλητική ! προβλητικοί προβλητικαί προβλητικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προβλητικώ τὼ προβλητικᾱ́ τὼ προβλητικώ
      γεν-δοτ τοῖν προβλητικοῖν τοῖν προβλητικαῖν τοῖν προβλητικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προβλητικός < αρχαία ελληνική προβάλλω, θέμα προβλη- + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + βλητικός (ζώο που χτυπάει)

  Επίθετο επεξεργασία

προβλητικός, -ή, -όν

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις προβάλλω και βάλλω

  Πηγές επεξεργασία