Δείτε επίσης: Περιστερά, περιστέρα, Περιστέρα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιστερά οι περιστερές
      γενική της περιστεράς των περιστερών
    αιτιατική την περιστερά τις περιστερές
     κλητική περιστερά περιστερές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιστερά θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιστερᾱ́ αἱ περιστεραί
      γενική τῆς περιστερᾶς τῶν περιστερῶν
      δοτική τῇ περιστερ ταῖς περιστεραῖς
    αιτιατική τὴν περιστερᾱ́ν τὰς περιστερᾱ́ς
     κλητική ! περιστερᾱ́ περιστεραί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιστερᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  περιστεραῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
περιστερά < πιθανόν *πελιστερά, με επίδραση του περι- και αναγόμενο στο πελιός (φαιός, ωχρός) + -τερ(ος). Αλλά το πελισ- είναι αδιευκρίνιστο[1]. Δείτε και πέλεια (άγριο περιστέρι), και το νεοελληνικό πελιστέρι[2]
Κατ' άλλη άποψη, σημιτικής προέλευσης: perah Istar (πουλί της Αφροδίτης)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.