περιστερός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | περιστερός | οἱ | περιστεροί |
γενική | τοῦ | περιστεροῦ | τῶν | περιστερῶν |
δοτική | τῷ | περιστερῷ | τοῖς | περιστεροῖς |
αιτιατική | τὸν | περιστερόν | τοὺς | περιστερούς |
κλητική ὦ! | περιστερέ | περιστεροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιστερώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιστεροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπεριστερός αρσενικό