περιστεριδεύς
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των κλίσεων που χρειάζονται έλεγχο. Παρατηρήσεις: Αν έχει πληθυντικούς -ῆς (κλίση βασιλεύς) ‑‑Sarri.greek ♫ | 21:40, 18 Ιανουαρίου 2023 (UTC) |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
περιστερῐδευ- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | περιστεριδεύς | οἱ | περιστεριδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | περιστεριδέως | τῶν | περιστεριδέων | ||||
δοτική | τῷ | περιστεριδεῖ | τοῖς | περιστεριδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | περιστεριδέᾱ | τοὺς | περιστεριδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | περιστεριδεῦ | περιστεριδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιστεριδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | περιστεριδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιστεριδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική περιστερ(ά) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριστεριδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (πτηνό) νεαρό περιστέρι, νεοσσός περιστεριού, περιστεράκι, πιτσούνι
- ※ ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ παρωνύμων, 2.87@scaife.perseus όπως σώζεται και από τον ⌘Ευστάθιο [η έκδοση ⌘GG Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868, με μηνοειδές σίγμα]
- Ἀττικὴ δὲ ἡ ϲυνήθεια τὸ οὕτω λέγειν ἀπὸ τοῦ Χαίριδοϲ Χαιριδεῖϲ καὶ ἀπὸ τῆϲ περιϲτερᾶϲ περιϲτεριδεῖϲ. [⌘Ευστάθιος: Eustath 753, 58] ὥϲπερ χηνιδεῖϲ λέγονται καὶ περδικιδεῖϲ καὶ κορωνιδεῖϲ καὶ ἱερακιδεῖϲ καί περιϲτεριδεῖϲ οἱ χηνῶν καὶ περδίκων καὶ τῶν ἑξῆϲ γόνοι, οὕτω καὶ χελιδονιδεῖϲ οἱ τῶν χελιδόνων.
- ※ ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Περὶ παρωνύμων, 2.87@scaife.perseus όπως σώζεται και από τον ⌘Ευστάθιο [η έκδοση ⌘GG Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868, με μηνοειδές σίγμα]
Πηγές
επεξεργασία- περιστεριδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.