κορωνιδεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κορωνιδεύς | οἱ | κορωνιδεῖς | ||||
γενική | τοῦ | κορωνιδέως | τῶν | κορωνιδέων | ||||
δοτική | τῷ | κορωνιδεῖ | τοῖς | κορωνιδεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | κορωνιδέᾱ | τοὺς | κορωνιδέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κορωνιδεῦ | κορωνιδεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κορωνιδεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κορωνιδέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κορωνιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κορών(η) + -ιδεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίακορωνιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- κορωνιδεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.