ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κορωνιδεύς οἱ κορωνιδεῖς
      γενική τοῦ κορωνιδέως τῶν κορωνιδέων
      δοτική τῷ κορωνιδεῖ τοῖς κορωνιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν κορωνιδέ τοὺς κορωνιδέᾱς
     κλητική ! κορωνιδεῦ κορωνιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κορωνιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  κορωνιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορωνιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κορών(η) + -ιδεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορωνιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)