ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χελιδονιδεύς οἱ χελιδονιδεῖς
      γενική τοῦ χελιδονιδέως τῶν χελιδονιδέων
      δοτική τῷ χελιδονιδεῖ τοῖς χελιδονιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν χελιδονιδέ τοὺς χελιδονιδέᾱς
     κλητική ! χελιδονιδεῦ χελιδονιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χελιδονιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  χελιδονιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χελιδονιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική χελιδόν(ος) + -ιδεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χελιδονιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)