χελιδών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χελιδών | αἱ | χελιδόνες |
γενική | τῆς | χελιδόνος | τῶν | χελιδόνων |
δοτική | τῇ | χελιδόνῐ | ταῖς | χελιδόσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | χελιδόνᾰ | τὰς | χελιδόνᾰς |
κλητική ὦ! | χελιδών | χελιδόνες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χελιδόνε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χελιδόνοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χελιδών < συγγενές του κίχλη (δωρικός τύπος κιχήλα) και χίχλη και ίσως ηχοποιητικό, αβέβαιης ετυμολογίας με κατάληξη -δών, χαρακτηριστική για πουλιά. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχελιδών, -όνος θηλυκό
- (πτηνό) το χελιδόνι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 411 (409-411)
- ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς. | δεξιτερῇ δ᾽ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς· | ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
- έτσι κι ο Οδυσσέας εύκολα τάνυσε το μέγα τόξο, | μετά με το δεξί του χέρι τη χορδή δοκίμασε, | κι αυτή κελάηδησε καλά σαν χελιδόνα.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ὣς ἄρ᾽ ἄτερ σπουδῆς τάνυσεν μέγα τόξον Ὀδυσσεύς. | δεξιτερῇ δ᾽ ἄρα χειρὶ λαβὼν πειρήσατο νευρῆς· | ἡ δ᾽ ὑπὸ καλὸν ἄεισε, χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 568 (568-569)
- τὸν δὲ μέτ᾽ ὀρθογόη Πανδιονὶς ὦρτο χελιδὼν | ἐς φάος ἀνθρώποις, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο·
- Μετά απ᾽ αυτόν η χελιδόνα, η κόρη του Πανδίονα, που ορθρινά θρηνεί, | σηκώνεται στο φως για τους ανθρώπους, μόλις αρχίζει η άνοιξη.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τὸν δὲ μέτ᾽ ὀρθογόη Πανδιονὶς ὦρτο χελιδὼν | ἐς φάος ἀνθρώποις, ἔαρος νέον ἱσταμένοιο·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 22.4
- ἰκτῖνοι δὲ καὶ χελιδόνες δι᾽ ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι, γέρανοι δὲ φεύγουσαι τὸν χειμῶνα τὸν ἐν τῇ Σκυθικῇ χώρῃ γινόμενον φοιτῶσι ἐς χειμασίην ἐς τοὺς τόπους τούτους.
- Έπειτα, τα περδικογέρακα και τα χελιδόνια μένουν εκεί όλον τον χρόνο, και οι γερανοί, για να γλιτώσουν από τον χειμώνα που κάνει στη χώρα της Σκυθίας, πηγαίνουν να ξεχειμάσουν σ᾽ αυτούς τους τόπους.
- Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- ἰκτῖνοι δὲ καὶ χελιδόνες δι᾽ ἔτεος ἐόντες οὐκ ἀπολείπουσι, γέρανοι δὲ φεύγουσαι τὸν χειμῶνα τὸν ἐν τῇ Σκυθικῇ χώρῃ γινόμενον φοιτῶσι ἐς χειμασίην ἐς τοὺς τόπους τούτους.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 411 (409-411)
- (ιχθυολογία) το χελιδονόψαρο
- ⮡ χελιδόνες θαλάττιαι
- το μαλακό τμήμα στην οπλή των αλόγων (ίσως επειδή ήταν δισχιδές σαν ουρά χελιδονιού), αλλά και στο πόδι του σκύλου
- ※ χελιδών τό κοῖλον τῆς ὁπλῆς (⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Χ )
- το μαλακό τμήμα πάνω στον ανθρώπινο αγκώνα
- ⮡ χελιδών τοῦ ἀνθρώπου τό ἄνωθεν τοῦ ἀγκῶνος τό κατά τάς καμπάς
- (μεταφορικά) τα γράμματα
- (υβριστικό, ως αρσενικό) οι ξένοι, ειδικά όσοι δεν μιλούσαν ελληνικά
- ※ Κλυταιμνήστρα: εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην / ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη, / ἔσω φρενῶν λέγουσα πείθω νιν λόγῳ.
- Μ᾽ αν ίσως και δεν έχει σαν το χελιδόνι / βαρβαρικιά στη γλώσσα της φωνή και ξένη, / τα φρόνιμά μου ακούοντας θα νιώσει λόγια.
- Αισχύλος, Ἀγαμέμνων, 1050-1052 greek-language.gr Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης
- ※ Κλυταιμνήστρα: εἴπερ ἐστὶ μὴ χελιδόνος δίκην / ἀγνῶτα φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη, / ἔσω φρενῶν λέγουσα πείθω νιν λόγῳ.
Εκφράσεις
επεξεργασία- μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ
- χελιδώνων μουσεῖα: λογοπαίγνιο του Αριστοφάνη με τα "αηδόνων μουσεῖα" για κάτι το κακόηχο
Συγγενικά
επεξεργασία- χελιδονίας (το χελιδονόψαρο και ο ανοιξιάτικος άνεμος)
- χελιδονίζω τερετίζω σαν χελιδόνι αλλά μιλάω και ακατανόητη γλώσσα, ακαταλαβίστικα)
- χελιδόνιον (ελληνιστική κοινή) ⇒ νέα ελληνικά: χελιδόνι
- χελιδόνειος (σαν χελιδόνι)
Πηγές
επεξεργασία- χελιδών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χελιδών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.