Δείτε επίσης: Χελιδόνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χελιδόνα οι χελιδόνες
      γενική της χελιδόνας
    αιτιατική τη χελιδόνα τις χελιδόνες
     κλητική χελιδόνα χελιδόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χελιδόνα < χελιδόν(ι) + κατάληξη θηλυκού [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çe.liˈðo.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χε‐λι‐δόνα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χελιδόνα θηλυκό

  1. (πτηνό) το θηλυκό χελιδόνι
  2. (ζωολογία) είδος μεγάλου σελαχιού[2]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)