ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἱερακιδεύς οἱ ἱερακιδεῖς
      γενική τοῦ ἱερακιδέως τῶν ἱερακιδέων
      δοτική τῷ ἱερακιδεῖ τοῖς ἱερακιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἱερακιδέ τοὺς ἱερακιδέᾱς
     κλητική ! ἱερακιδεῦ ἱερακιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱερακιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἱερακιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἱερακιδεύς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἱέρακ(ος) + -ιδεύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἱερακιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)