ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περδικιδεύς οἱ περδικιδεῖς
      γενική τοῦ περδικιδέως τῶν περδικιδέων
      δοτική τῷ περδικιδεῖ τοῖς περδικιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν περδικιδέ τοὺς περδικιδέᾱς
     κλητική ! περδικιδεῦ περδικιδεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περδικιδεῖ
γεν-δοτ τοῖν  περδικιδέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

περδικιδεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)