πέλεια
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πέλειᾰ | αἱ | πέλειαι |
γενική | τῆς | πελείᾱς | τῶν | πελειῶν |
δοτική | τῇ | πελείᾳ | ταῖς | πελείαις |
αιτιατική | τὴν | πέλειᾰν | τὰς | πελείᾱς |
κλητική ὦ! | πέλειᾰ | πέλειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πελείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπέλεια, -ας θηλυκό
- (ζωολογία) αγριοπερίστερο (Columba livia)
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 493 (στίχοι 493-495)
- δακρυόεσσα δ᾽ ὕπαιθα θεὰ φύγεν ὥς τε πέλεια, | ἥ ῥά θ᾽ ὑπ᾽ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, | χηραμόν· οὐδ᾽ ἄρα τῇ γε ἁλώμεναι αἴσιμον ἦεν·
- Κλαίοντας έφυγε η θεά, καθώς πετά τρυγόνα | από γεράκι φεύγοντας εις χαραμάδα βράχου, | ότι γι᾽ αυτήν δεν έφθασεν η ώρα του θανάτου·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- δακρυόεσσα δ᾽ ὕπαιθα θεὰ φύγεν ὥς τε πέλεια, | ἥ ῥά θ᾽ ὑπ᾽ ἴρηκος κοίλην εἰσέπτατο πέτρην, | χηραμόν· οὐδ᾽ ἄρα τῇ γε ἁλώμεναι αἴσιμον ἦεν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 23 (Ψ. Ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ.), στίχ. 874 (στίχοι 874-875)
- ὕψι δ᾽ ὑπὸ νεφέων εἶδε τρήρωνα πέλειαν· | τῇ ῥ᾽ ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε μέσσην,
- Το περιστέρ᾽ είδε υψηλά στα σύννεφ᾽ από κάτω | να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ᾽ την φτερούγα κατάστηθα το ετόξευσε
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὕψι δ᾽ ὑπὸ νεφέων εἶδε τρήρωνα πέλειαν· | τῇ ῥ᾽ ὅ γε δινεύουσαν ὑπὸ πτέρυγος βάλε μέσσην,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 527 (στίχοι 526-528)
- ἐν δὲ πόδεσσι | τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε | μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
- Στα πόδια του | κρατώντας περιστέρα, τη μαδούσε και τα φτερά σκορπούσε καταγής, | στο πλοίο ανάμεσα και στον Τηλέμαχο.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἐν δὲ πόδεσσι | τίλλε πέλειαν ἔχων, κατὰ δὲ πτερὰ χεῦεν ἔραζε | μεσσηγὺς νηός τε καὶ αὐτοῦ Τηλεμάχοιο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 493 (στίχοι 493-495)
- (στον πληθυντικό) (αἱ πέλειαι) προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «The bird was clearly named after its color, like e.g. Lat. palumbēs 'dove', palleō 'to be pale'. It could reflect a u- stem *πελύς 'grey', cognate with πελιός, πολιός, πελιτνός. The priestesses in Dodona (like the aged people in Cos and Epirus) were called "doves" because of the color of their hair. Cf. - πελιδνός.» Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- πέλεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέλεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.