palumbes
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- palumbes < πρωτοϊταλική *palwos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pl̥H-wo- (σκουρόχρωμος, γκρι) < *pelH- (γκρι) / *pel-[1] (γκρι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈlum.beːs/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpalumbes (la) αρσενικό ή θηλυκό (pălumbes)
- (πτηνό) είδος περιστεριού (Columba palumbus)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ «The bird was clearly named after its color, like e.g. Lat. palumbēs 'dove', palleō 'to be pale'. It could reflect a u- stem *πελύς 'grey', cognate with πελιός, πολιός, πελιτνός. The priestesses in Dodona (like the aged people in Cos and Epirus) were called "doves" because of the color of their hair. Cf. - πελιδνός.» Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- palumbes - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.