πεπραγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεπραγμένος < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου πράττω
Μετοχή
επεξεργασίαπεπραγμένος ,η, ο
- αυτός που έχει ολοκληρωθεί, κάτι που αποτελεί τελειωμένη πράξη, το σύνολο πράξεων που ολοκληρώθηκαν από ένα επίσημο όργανο μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα
- Ο πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επέδωσε στη Βουλή την Έκθεση Πεπραγμένων της Αρχής για το περασμένο έτος
- τα πεπραγμένα της Βουλής τηρούνται σχολαστικά (τα πρακτικά)