Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπραγμένος η πεπραγμένη το πεπραγμένο
      γενική του πεπραγμένου της πεπραγμένης του πεπραγμένου
    αιτιατική τον πεπραγμένο την πεπραγμένη το πεπραγμένο
     κλητική πεπραγμένε πεπραγμένη πεπραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπραγμένοι οι πεπραγμένες τα πεπραγμένα
      γενική των πεπραγμένων των πεπραγμένων των πεπραγμένων
    αιτιατική τους πεπραγμένους τις πεπραγμένες τα πεπραγμένα
     κλητική πεπραγμένοι πεπραγμένες πεπραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεπραγμένος < αρχαία ελληνική μετοχή παθητικού παρακειμένου πράττω

  Μετοχή επεξεργασία

πεπραγμένος ,η, ο

  • αυτός που έχει ολοκληρωθεί, κάτι που αποτελεί τελειωμένη πράξη, το σύνολο πράξεων που ολοκληρώθηκαν από ένα επίσημο όργανο μέσα σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα
    Ο πρόεδρος της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων επέδωσε στη Βουλή την Έκθεση Πεπραγμένων της Αρχής για το περασμένο έτος
    τα πεπραγμένα της Βουλής τηρούνται σχολαστικά (τα πρακτικά)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία