πολυπράγμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πολυπράγμων & πολυπράγμονας |
η | πολυπράγμων | το | πολυπράγμον |
γενική | του | πολυπράγμονος & πολυπράγμονα |
της | πολυπράγμονος | του | πολυπράγμονος |
αιτιατική | τον | πολυπράγμονα | την | πολυπράγμονα | το | πολυπράγμον |
κλητική | πολυπράγμων & πολυπράγμονα |
πολυπράγμων | πολυπράγμον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πολυπράγμονες | οι | πολυπράγμονες | τα | πολυπράγμονα |
γενική | των | πολυπραγμόνων | των | πολυπραγμόνων | των | πολυπραγμόνων |
αιτιατική | τους | πολυπράγμονες | τις | πολυπράγμονες | τα | πολυπράγμονα |
κλητική | πολυπράγμονες | πολυπράγμονες | πολυπράγμονα | |||
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. | ||||||
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πολυπράγμων < αρχαία ελληνική πολυπράγμων < πολύς + πράττω
Επίθετο
επεξεργασίαπολυπράγμων, -ων, -ον
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- πολυπραγμονώ
- πολυπραγμοσύνη
- → δείτε τις λέξεις πολύς και πράττω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πολυπράγμων
|